- ὑπούλου
- ὕπουλοςextending inwardsmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπουλότητα — η / ὑπουλότης, ητος, ΝΜΑ [ὕπουλος] η ιδιότητα τού ύπουλου, κρυμμένη κακία, δολιότητα («τῇ ξενοδοχίᾳ ἡ γα οτριμαργία συμπλέκεται... τῇ πραΰτητι ἡ ὑπουλότης», Ιω. Κλίμ.) μσν. αρχ. μτφ. αλλοίωση, διαφθορά … Dictionary of Greek